- σμυρνέικος
- -η, -ο, Νβλ. σμυρναίικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμυρναίικος — και σμυρνέικος η, ο, Ν [Σμυρναίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σμύρνη ή αυτός που προέρχεται από τη Σμύρνη … Dictionary of Greek
Καρακάσης, Λαίλιος — (Σμύρνη 1887 – Αθήνα 1951). Ευθυμογράφος και μουσικοσυνθέτης. Κατά την περίοδο που ζούσε στη Σμύρνη έγραφε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά με το ψευδώνυμο Επιθεωρητής. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Έγραψε… … Dictionary of Greek